μεγαλότης

μεγαλότης
μεγᾰλότης, ητος, ,
A = μέγεθος, Chrysipp.Stoic.3.60.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μεγαλότητα — μεγαλότης fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλότητας — μεγαλότης fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλότητι — μεγαλότης fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλότητος — μεγαλότης fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλότητα — και μεγαλότη, η (ΑM μεγαλότης, ητος, Μ και μεγαλότητα και μεγαλότη) [μεγάλος] μέγεθος νεοελλ. μσν. μεγαλείο, λαμπρότητα μσν. ισχύς, δύναμη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”